Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ



Πριν την ανάγνωση τη διηγήματος του Στρατή Μυριβήλη, «Η μυστική παπαρούνα», οι μαθητές παρακολούθησαν ένα βίντεο και φωτογραφίες που παρουσίαζαν τη ζωή των στρατιωτών στα χαρακώματα, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Παράλληλα διαβάσαμε αποσπάσματα από το έργο του Ε. Μ. Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» και είδαμε δημοσιεύματα της εποχής σχετικά με την ανακωχή για μια ημέρα, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1914, στο Δυτικό Μέτωπο και τον κοινό εορτασμό τους από τους Άγγλους και τους Γερμανούς. Διαβάσαμε επίσης για την προκήρυξη που εκδόθηκε από τους στρατιώτες του 10ου συντάγματος πεζικού του γαλλικού στρατού και καλούσε τους συμπατριώτες τους να υπογράψουν για να πετύχουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών.
                Έτσι  οι μαθητές κλήθηκαν να προβληματιστούν για τον πόλεμο και τα δεινά του, που, ευτυχώς, ποτέ δεν ζήσαμε και μακάρι να μη ζήσουμε…
Μερικοί μαθητές επέλεξαν να σχεδιάσουν αντιπολεμικές αφίσες και είναι οι ακόλουθες…


Μαργαρίτα Παπαγιαννούλη - Τάνια Παπακώστα


Θανάσης Κωστούλας

Κώστας Κορινιώτης

Σοφία Μοσχοπούλου - Νίκη Λαγού

Κωνασταντίνα Μπούσια


Σοφία Πανωλή

Κάποιοι μαθητές έγραψαν τη συνέχεια του διηγήματος. Τι έγινε με το στρατιώτη, μετά που ανακάλυψε την παπαρούνα μέσα στα χαρακώματα, μια ελπίδα και μια ανάμνηση ζωής μέσα στο περιβόλι του θανάτου;
Οι μαθητές, λοιπόν, μας είπαν…
“Τ΄ αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι: «Φεγγαράκι μου λαμπρό… Tο τραύμα του όμως μου κόβει τη χαρά. Ο πόνος μου σουβλίζει το κόκαλο. Κι έτσι μετά από ώρα κοιμάμαι. Την επόμενη ξυπνώ νωρίς και με ανησυχία. Κατευθύνομαι προς το μέρος που είχα κρύψει την παπαρούνα. Να ήταν, άραγε, εκεί ή να την πάτησαν; Η αγωνία μου κορυφώνεται καθώς πλησιάζω. Σηκώνω το τσουβάλι για να δω, όμως δεν είναι πια εκεί! Πανικοβάλλομαι! Νιώθω ταραγμένος και μού ΄ρχεται να κλάψω, νομίζω. Σαστισμένος κοιτώ τριγύρω ψάχνοντάς τη. Τη βρίσκω λίγο παραπέρα. Αμέσως την αρπάζω και τη σφίγγω στη χούφτα μου. Θα την είχε ξεριζώσει ο άνεμος, σκέφτηκα.
                Χωρίς καθυστέρηση τη βάζω στην τσέπη κι επιστρέφω στο αμπρί. Εκεί, θα είναι ασφαλής, σκέφτηκα. Μετά από κάμποση ώρα έφτασα. Έβαλα το χέρι να για να τη βγάλω από την τσέπη, αλλά δεν ήταν εκεί. Η τσέπη μου ήταν τρύπια χρόνια τώρα, από τους πολέμους. Το είχα ξεχάσει πάνω στην ταραχή μου. Άρχισα να δακρύζω. Ήταν η μόνη μου ελπίδα, η μόνη ευτυχία ανάμεσα σε τόσες διχόνοιες. Θα γύρναγα ξανά πίσω για να τη βρω, μα το πόδι μου πονούσε αβάσταχτα και δεν μπορούσα. Το μόνο που ψιθύρισα ήταν «να ΄σαι ευλογημένη!» και έπεσα να κοιμηθώ…».
Αργυρώ Λαφατζή




«Και έτσι, τόσο γρήγορα που δεν το κατάλαβα, με πήρε ο ύπνος˙ ένας ύπνος γλυκός για τον οποίο ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο η παπαρούνα, η μόνη αχτίδα ευτυχίας μέσα σε τούτη την τραγική κατάσταση.
                Αργότερα, μετά από δύο ώρες ξύπνησα, με την παπαρούνα πάντα στη χούφτα μου. Την έβαλα στο τσεπάκι του μπουφάν μου, στην αριστερή πλευρά ώστε να μπορώ να τη νιώθω στην καρδιά μου.
                -Μπαμ! Ξανάρχισε ο πόλεμος. Ήρθε η ώρα. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα. Ορμάω και χτυπάω, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα άλλο εκτός από την παπαρούνα. Θα τη δώσω στη γυναίκα μου. Όταν τελειώσουν όλα, θα είμαι και πάλι κοντά της, σκέφτηκα. Την έβγαλα, την κράτησα και όρμησα ξανά. Πριν προλάβω, όμως να κάνω το δεύτερο βήμα, μια σφαίρα με χτυπάει κατάστηθα. Ευτυχώς πρόλαβα και έσωσα την παπαρούνα…»

Ανθή Παπαδοπούλου
Ευαγγελία Νάτσιου
  


«Ξημερώνει… Νιώθω μια ηλιαχτίδα να χτυπάει τα μάτια μου. Κοιτάζω γύρω μου και όλοι κοιμούνται. Ξαφνικά νιώθω πιο ζωντανός μέσα μου. Μου έρχεται στο μυαλό η παπαρούνα που βρήκα χθες. Για μια στιγμή πίστεψα πως ήταν όνειρο, γιατί τα όνειρα που κάνουμε είναι αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς. Πήγα στο μέρος που έκρυψα την παπαρούνα μα δεν την έβρισκα. Έψαξα και τελικά τη βρήκα λίγο παραδίπλα. Φαίνεται πως κάποιος άλλος τη βρήκε, αλλά το σκέφτηκε και την ξαναέκρυψε. Πάω κοντά της και ο κόμπος που χθες ήταν κλειστός, είχε ανοίξει. Την κρατάω για λίγα λεπτά στα χέρια μου και νιώθω να με διαπερνάει ένα αίσθημα χαράς και ελπίδας, σε όλο μου το σώμα.
Εκεί που καθόμουν και χάζευα την παπαρούνα ακούω πυροβολισμούς να πέφτουν. Σηκώνομαι, ετοιμάζω το όπλο και περιμένω. Παράλληλα σκέφτομαι τι να κάνω με την παπαρούνα. Δεν μπορώ να αφήσω το μοναδικό πράγμα που μου έδωσε τόση χαρά. Τη βάζω στην τσέπη, στο μέρος της καρδιάς και περιμένω. Βλέπω τους συμπολεμιστές μου να χάνονται ένας ένας. Νιώθω κι εγώ μια σφαίρα στο πόδι μου. Λέω μέσα μου πως όλα τέλειωσαν, βάζω το χέρι  μου στην παπαρούνα και την καληνυχτίζω ξανά… αυτή τη φορά για πάντα».
Σοφία Παπαθανασίου






Άλλοι μαθητές επέλεξαν να μπουν στη θέση των στρατιωτών και να γράψουν μια σελίδα ημερολογίου, όπου περιέγραφαν τη ζωή τους στα χαρακώματα…
«Μια δύσκολη μέρα τέλειωσε. Βρίσκομαι στα χαρακώματα, έχω χάσει το μέτρημα, δεν θυμάμαι πόσες μέρες έχουν περάσει. Οι βόμβες πέφτουν συνέχεια. Δεν μπορώ να κοιμηθώ εξαιτίας του. Απελπίζομαι. Έχω καιρό να δω την οικογένειά μου. Το παιδί μου πρέπει τώρα να είναι 6-7 χρονών.
                Τα παπούτσια μου βάζουν νερό, τα πόδια μου δεν τα αισθάνομαι, νιώθω πόνο. Τα ρούχα μου είναι τρύπια, ο αέρας διαπερνάει το κορμί μου και κάθε μέρα τη βλέπω σαν εφιάλτη. Τα δάχτυλά μου είναι παγωμένα, έχω τρεις μέρες να φάω, έχω εξασθενήσει, το ψυχικό μου σθένος με έχει εγκαταλείψει. Αναπολώ τις όμορφες στιγμές που είχα με την οικογένειά μου, όμως παρόλα τα δεινά, ελπίζω ακόμα ότι μια μέρα θα γυρίσω σ’  αυτή. Από την άλλη φοβάμαι και ανησυχώ για το τι μου επιφυλάσσει η άλλη μέρα. Μέρα με τη μέρα η ελπίδα μαραζώνει. Έχω να δω πουλί να πετάει από πάνω μας πολύ καιρό. Το νερό είναι βρώμικο. Λίγο καιρό πριν παρά λίγο γλύτωσα από τον ακρωτηριασμό δύο δάχτυλα των χεριών μου. Βλέπω παντού αίμα. Φοβάμαι ότι κάποια μέρα θα έρθει και το δικό μου τέλος…»
Ιωάννης Μπατζικώστας
Ιωάννης Μακρής





12 Νοεμβρίου 1914
«Ακόμα μια μέρα μέσα στη θλίψη και στην αγωνία για το τι θα απογίνουμε. Όσο περνάει ο καιρός τόσο ο φόβος με κυριεύει. Χθες χάθηκαν τριάντα άτομα και αυτό γιατί οι συνθήκες που ζούμε είναι άθλιες, μέσα στη λάσπη, στη βρωμιά, στα θανατηφόρα αέρια, αλλά και στο κρύο που μας έχει καταντήσει να υποφέρουμε από κρυοπαγήματα. Υπάρχουν στιγμές που παρακαλώ το Θεό να με σκοτώσουν , παρά να ζω σε αυτές τις άθλιες συνθήκες. Αλλά τι να κάνω… Εγώ το επέλεξα(;) και εγώ θα υποστώ τις συνέπειες. Θέλω να τελειώνει αυτό το μαρτύριο, δεν έχω άλλη υπομονή. Οι εχθροί μας χτυπάνε από παντού και μας έχουν διαλύσει, εμείς, βέβαια, κάνουμε ό,τι μπορούμε από την πλευρά μας, αλλά τη δύναμη και την εξουσία την έχουν αυτοί. Τα θύματα αυξάνονται και νομίζω ότι θα μείνω μόνος σε αυτή την κόλαση. Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Πρέπει να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο, να τελειώνουμε. Με επικρατήσει η ειρήνη, γιατί πια ξεχάσαμε τι σημαίνει. Ελπίζω με τον καιρό να καλυτερέψουν όλα. Τέλος!!!»
Γιώργος Κουτρουλός
Νίκος Κουτσής





Δευτέρα 17 Μαρτίου 1914
«Βρέχει από τα ξημερώματα. Βρέχει πολύ δυνατά, σα να πέφτουν αντικείμενα σε δωμάτιο άδειο. Επικρατεί ησυχία εδώ, όλα φαίνονται ήρεμα σήμερα, ενώ χθες φάγαμε πολλές βόμβες, οι οποίες χτύπησαν πολλούς συμπολεμιστές μου, όπως και το λοχία μας. Χτύπησε άσχημα, του κόψανε το πόδι και αυτή τη στιγμή ο Γιώργος, που είναι άσσος στην ξυλουργική κατασκευάζει ένα ξύλινο πόδι, από κάτι κομμάτια ξύλο πεσμένα στο έδαφος. Τα δένει σιγά σιγά και δίνει σχήμα στο αριστούργημά του. Έχει τόσο ταλέντο, όπως και οι περισσότεροι εδώ πέρα, σε κάτι διαφορετικό. Αλλά, άμα συμβεί κάτι, δεν θα μπορούν να συνεχίσουν το έργο τους… Πφφ, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Περάσαμε αρκετά. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται και δεν τον βλέπω να σταματάει. Δεν έχουν μείνει και πολλοί, 200 άτομα και ο λοχίας 201. Ευτυχώς τα χαρακώματα είναι μεγάλου μεγέθους και χωράμε όλοι. Τώρα, όμως πλημμυρίσαμε και θα ξεκινήσουμε να αδειάζουμε τα νερά με κονσερβοκούτια. Ελπίζω να καταφέρουμε να κοιμηθούμε σήμερα ήρεμα, χωρίς βογγητά και κραυγές, γιατί πολλοί σφαδάζουν από τον πόνο και φωνάζουν. Λοιπόν, θα σου γράψω αύριο, αν θα ζω, γιατί φοβάμαι πολύ..»
Στεργιανή Μπατζικώστα





Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 1916
«Χειμώνας… το παγερό κρύο διαπερνάει τοα κορμιά μας. Πάνε 10 μέρες τώρα, που δεν έχει σταματήσει να βρέχει. Εδώ κάτω είναι μέσα στις λάσπες και τα νερά. Περπατάμε ίσα ίσα να ξεπιαστούμε και βουλιάζουμε. Τα πόδια μας έχουν πρηστεί, δεν τα νιώθω. Οι περισσότεροι έχουν αρρωστήσει, μερικοί δεν άντεξαν. Λίγο πριν μια βόμβα έσκασε δίπλα μας και δύο παιδιά ηλικίας 18 και 19 χρονών σκοτώθηκαν. Βγήκα έξω, τους είδα, αλλά δεν μπορούσα να γυρίσω να τους μαζέψω. Έπρεπε να τρέξω, να σωθώ, να πολεμήσω.  Αφού πέρασε και αυτή η συνηθισμένη μέρα, γυρίσαμε στα χαρακώματα. Ίσα ίσα ζεστάναμε λίγο κονιάκ και ρούμι για να ζεσταθούν λίγο τα σώματά μας. Ο Αντρέ, ένας συμπατριώτης και φίλος μου δεν άντεχε για πολύ ακόμα. Ο φριχτός πυρετός δεν τον άφηνε σε ησυχία. Με φώναξε σιγά, με όση φωνή του είχε απομείνει, να μου  ζητήσει, αν τυχόν καταφέρω και ζήσω, να πάω στην οικογένειά του, να δώσω ένα γράμμα. Εκεί στο τέλος, έβηξε, έβγαλε αίμα από το στόμα του, πιτσιλώντας το γράμμα και ξεψύχησε. Ποτέ δεν το διάβασα. Τώρα νιώθω πως πεθαίνω, χτυπημένος από σφαίρα. Το μόνο που δεν μπόρεσα να κάνω είναι να κρατήσω την υπόσχεση στο φίλο μου…».
Μαρία Κουκουλίδου



17/03/1914

Ακόμα μια μέρα πέρασε και ο πόλεμος συνεχίζεται … Έχω απελπιστεί και είμαι εξαντλημένος από όλη την κατάσταση. Αυτή τη βραδιά νιώθω πιο κουρασμένος από ποτέ. Νιώθω μόνος, βρίσκομαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ, από τους φίλους και την οικογένειά μου. Είναι πολύ σκληρό. Αυτός ο πόλεμος κρατάει χρόνια. Δεν έχω πια δυνάμεις να πολεμήσω. Κάθε μέρα χειροτερεύει η κατάσταση.
                Πέθαναν πολλοί άνθρωποι άδικα, κάποιοι από αυτούς ήταν φίλοι μου και τους έχασα. Ποιος ξέρει; Αύριο μπορεί να πεθάνω κι εγώ. Το περιβάλλον που ζούμε, είναι άθλιο. Υπάρχει υπερβολικό κρύο και, όταν βρέχει, γινόμαστε μούσκεμα. Τα πόδια μας είναι μόνιμα μέσα στα νερά και τις λάσπες.
                Μακάρι να τελειώσει γρήγορα όλο αυτό, γιατί δεν την παλεύω άλλο, μου τέλειωσαν οι δυνάμεις. Σιγά σιγά κι εγώ μεγαλώνω και γερνάω. Δεν είμαι, όπως παλιά. Δεν μπορώ να προσφέρω και πολλά, αλλά θα το παλέψω μέχρι το τέλος, για το καλό της πατρίδας μου, τους φίλους και τους συγγενείς μου!!!»
Αυρέλα Λάλα
  






«Σήμερα ήταν μια μέρα σχετικά ήρεμη από συγκρούσεις. Περιμένω ότι από ώρα σε ώρα θα κάνει επίθεση ο εχθρός. Εκεί που ξαφνικά κάθομαι και κλείνουν  τα μάτια, ακούω τον τραυματισμένο λοχία μας να μας συμβουλεύει να μην κοιμηθούμε, γιατί ανά πάσα στιγμή ο εχθρός θα χτυπήσει. Οι συνθήκες που επικρατούν στα χαρακώματα, είναι αποπνικτικές, καταθλιπτικές. Βλέπω τους συμπολεμιστές μου κουρασμένους, γιατί δεν ξέρουν τι θα γίνει στο επόμενο λεπτό.
Η βροχή ήταν αδιάκοπη για 4 μέρες. Όμως καμιά σύγκρουση με τους αντιπάλους μας. Ξημερώματα ο λοχίας πεθαίνει. Όλοι αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε χωρίς αρχηγό σε περίπτωση σύγκρουσης. Θέλω να πω πως όλα εξαρτώνται από μας τους ίδιους. Ας ελπίζω πως θα νικήσουμε».
Θωμάς Παπαθεοχάρης





Τελικά οι μαθητές κλήθηκαν με μια φράση να περιγράψουν την ειρήνη και τον πόλεμο. Έγραψαν λοιπόν τα εξής:


Ειρήνη είναι…


κάτι σαν την οικογένεια, όπου ο ένας αγαπάει τον άλλο (Στεριανή Μπατζικώστα)


η αγάπη ανάμεσα στους λαούς (Διονυσία Κοκοζίδου)

κάτι που προκαλεί στους ανθρώπους αγάπη, σεβασμό και ευτυχία. Μια ζωή γεμάτη αρμονία   (Μαρία Κουκουλίδου)

γαλήνη (Άννα Πανταζή)

χαμόγελο ελπίδας στα χείλη των ανθρώπων (Νίκη Λαγού)

η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, η ξενοιασιά, η ελευθερία, η ζωή (Σοφία Μοσχοπούλου)

ελευθερία και ελπίδα (Νταϊάνα Λίκο)

 η ηρεμία που υπάρχει ανάμεσα στους λαούς (Ευαγγελία Νάτσιου)

ευτυχία, χαρά, αγάπη και όνειρα (Ανθή Παπαδοπούλου)

χαρά, ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο (Σοφία Παπαθανασίου)

αρμονία, χαμόγελο, ελπίδα για το αύριο (Θωμάς Παπαθεοχάρης)

η ελευθερία, η γαλήνη, η ανεμελιά, η ανεξαρτησία

η ανεμελιά (Γιάννης Μπατζικώστας)

η αρμονία, η αγάπη, η εμπιστοσύνη (Αουρέλα Λάλα)

η ευτυχία (Θανάσης Κωστούλας)




Πόλεμος είναι…
τα όπλα και ο φόβος (Στεριανή Μπατζικώστα)
το σκοτάδι και το μίσος που νιώθουμε για το συνάνθρωπό μας (Διονυσία Κοκοζίδου)
το συμφέρον και η επιδίωξή για υπερδύναμη κάποιων ανθρώπων, που απλώς εκμεταλλεύονται τους άλλους, χωρίς κανένα συναίσθημα…(Μαρία Κουκουλίδου)
τραυματισμένοι, θάνατος, νεκροί, όπλα (Άννα Πανταζή)
τα ματωμένα χώματα, οι μαύρες ψυχές (Νίκη Λαγού)
μιζέρια, πόνος, δυστυχία, να έχεις εχθρούς δίχως να ξέρεις το γιατί (Σοφία Μοσχοπούλου)
τα πτώματα, τα όπλα, η διχόνοια (Ευαγγελία Νάτσιου)
φτώχεια, ζήλεια και κακία, θάνατοι και θύματα (Ανθή Παπαδοπούλου)
οι νεκροί, η αγωνία και η θλίψη (Σοφία Παπαθανασίου)
ο φόβος και ο θάνατος (Θωμάς Παπαθεοχάρης)
διχόνοια, απελπισία και ερείπια (Αουρέλα Λάλα)
ο φόβος ότι δε θα υπάρχει αύριο (Γιάννης Μπατζικώστας)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου